μιλημένος

μιλημένος
-η, -ο
βλ. μιλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιλιέμαι — μιλιέμαι, μιλήθηκα, μιλημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: μιλιέμαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημασία → (για γλώσσα) χρησιμοποιούμαι, π.χ. τα γαλλικά μιλιούνται ακόμα στις παλιές αποικίες, και με έννοια αλληλοπάθειας, π.χ. δε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μιλώ — μίλησα, μιλήθηκα, μιλημένος 1. ομιλώ, κουβεντιάζω, συνομιλώ: Μιλήσαμε για την πολιτική κατάσταση της χώρας. 2. η μτχ., μιλημένος αυτός που συμφώνησε με κάποιον άλλο για να κάνει μια εξυπηρέτηση. 3. φρ., «Μιλώ με το σεις και με το σας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”